- τελειοθηρία
- η, Ν [τελειοθήρας]1. η θήρα, το κυνήγι, η αναζήτηση τού τέλειου2. συνεκδ. η αναζήτηση τού απόλυτου3. (φιλοσ.) α) η αναζήτηση και η κατάκτηση τής τελειότητας στην οποία θα μπορούσε να οδηγήσει το ανθρώπινο γένος η συνεχής πρόοδοςβ) η αναζήτηση και η κατάκτηση από τον άνθρωπο ολοκληρωμένης και αρμονικής προσωπικότητας.
Dictionary of Greek. 2013.