τελειοθηρία

τελειοθηρία
η, Ν [τελειοθήρας]
1. η θήρα, το κυνήγι, η αναζήτηση τού τέλειου
2. συνεκδ. η αναζήτηση τού απόλυτου
3. (φιλοσ.) α) η αναζήτηση και η κατάκτηση τής τελειότητας στην οποία θα μπορούσε να οδηγήσει το ανθρώπινο γένος η συνεχής πρόοδος
β) η αναζήτηση και η κατάκτηση από τον άνθρωπο ολοκληρωμένης και αρμονικής προσωπικότητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περφεξιονισμός — ο, Ν 1. θρησκ. ουτοπική θρησκευτική κίνηση τού 19ου αιώνα στην Αγγλία και στην Αμερική, η οποία κήρυττε τη δυνατότητα επίτευξης τής τελειότητας από τον άνθρωπο στα πλαίσια μιας κοινωνίας κοινοκτημοσύνης 2. (φιλοσ.) η τελειοθηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • τελειοθηρικός — ή, ό, Ν [τελειοθήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τελειοθήρα και στην τελειοθηρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”